Ἀρεοπαγίτης
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
Ἀρεοπαγίτου, ὁ, Areopagite, member of the Areopagus; v. Ἄρειος πάγος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. -είτης Phld.Mus.4.34.2
1 areopagita miembro del tribunal del Areópago, plu. Aeschin.1.81, D.59.83, Din.1.5, Philoch.20.1, Phld.l.c., D.S.4.76, Plu.Sol.19
•sg. Ἀρεοπαγίτου ἀνδρός Luc.Scyth.2
•prov. στεγανώτερος Ἀρεοπαγίτου más reservado que un areopagita Diogenian.1.1.8, Alciphr.1.16.1, cf. Them.Or.21.263a, Hsch.
•El Areopagita tít. de una comedia de Demetrio, Demetr.Com.Nou.1.
2 sobrenombre de Dionisio ὁ Ἀρεοπαγίτης que escuchó el sermón de S. Pablo en el Areópago Act.Ap.17.34.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
membre de l'Aréopage, aréopagite.
Étymologie: Ἄρειος πάγος.
German (Pape)
ὁ, att. = Ἀρειοπαγίτης.
Russian (Dvoretsky)
Ἀρεοπᾰγίτης: ου (ῑ) ὁ ареопагит, член Ареопага Aeschin., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀρεοπαγίτης: -ου, ὁ, ἴδε Ἄρειος πάγος ἐν τέλει.
English (Strong)
from Ἄρειος Πάγος; an Areopagite or member of the court held on Mars' Hill: Areopagite.
English (Thayer)
Tdf. Ἀρεοπαγειτης (see under the word εἰ, ἰ), Ἀρεοπαγιτου, ὁ (from the preceding (cf. Lob. ad Phryn. 697f)), a member of the court of Areopagus, an Areopagite: Acts 17:34.
Greek Monolingual
ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης)
μέλος του Αρείου Πάγου
αρχ.
αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος»).
Greek Monotonic
Ἀρεοπᾰγίτης: -ου, ὁ (Ἄρειος, πάγος), ο δικαστής που αποτελούσε μέλος του ανωτάτου δικαστηρίου του Αρείου Πάγου στην αρχαία Αθήνα, σε Αισχίν.
Middle Liddell
Ἄρειος, πάγος
a member of the Areopagus, Aeschin.
Chinese
原文音譯:'Areopag⋯thj 阿雷哦-爬居帖士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:戰神-繫牢
字義溯源:亞略巴古的;源自(Ἄρειος πάγος / πάγος)=亞略巴古,希臘戰神山);由(ἀρήν)X*=亞略士,希臘戰神)與(πήγνυμι)*=固定)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 亞略巴古的官(1) 徒17:34