ἐγκλυδαστικός

Revision as of 16:58, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A gurgling, 'splashy', Hp.Acut.62.

German (Pape)

[Seite 708] ή, όν, darin, im Innern wogend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκλῠδαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ πλημμυρῇ ἐντός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que produce encharcamiento ὕδωρ Hp.Acut.62.

Greek Monolingual

ἐγκλυδαστικός, -ή, -όν (Α)
(για κύστεις) αυτός που παρουσιάζει κλυδασμό.