ἐθελοπρόξενος

Revision as of 17:03, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q.v.) to a foreigner or foreign state, Th.3.70.

German (Pape)

[Seite 718] der sich selbst zum πρόξενος einer Stadt macht, ohne dazu erwählt u. beauftragt zu sein, Thuc. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοπρόξενος: -ον, «ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ γενόμενος (πρόξενος) καὶ μὴ κελευσθεὶς ἐκ τῆς πόλεως· οἱ γὰρ πρόξενοι κελευόμενοι ἐκ τῆς ἑαυτῶν πόλεως ἐγίνοντο» Σουΐδ.· - ἧν γὰρ Πειθίας ἐθελοπρόξενός τε τῶν Ἀθηναίων κτλ. Θουκ. 3. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
proxène volontaire.
Étymologie: ἐθέλω, πρόξενος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ próxeno voluntario o espontáneo τῶν Ἀθηναίων tal vez por oposición al hereditario, Th.3.70.

Greek Monolingual

ἐθελοπρόξενος, ο (Α)
αυτός που γίνεται πρόξενος μόνος του χωρίς να του ζητηθεί από την πόλη την οποία εκπροσωπεί.

Greek Monotonic

ἐθελοπρόξενος: -ον, αυτός που εκούσια (από μόνος του) προσφέρεται για το αξίωμα του προξένου (βλ. αυτ.), σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελοπρόξενος: ὁ добровольно принимающий на себя обязанности проксена Thuc.

Middle Liddell

ἐθελο-πρόξενος, ον
one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος (q. v.), Thuc.