ἡ, A custom, Hsch., Suid.
[Seite 720] ἡ, Gewohnheit, VLL.
ἐθημοσύνη: ἡ, «συνήθεια» Ἡσύχ., Σουΐδ.
-ης, ἡ costumbre Hsch., Sud.
ἐθημοσύνη, η (Α) εθήμωνη συνήθεια.