ἐγκόλαμμα

Revision as of 17:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A anything engraven, LXX Ex.36.13 (39.6); engraved inscription, Inscr.Prien.42.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 709] τό, das Eingegrabene, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκόλαμμα: τό, πᾶν ἐγκολαπτόν· ‒ ἐνκολάμματα Ἐπιγρ. Πριήνης, L. et W. 206· ‒ δι. γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΘʹ, 5) ἀντὶ ἐκκόλαμμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἐνκ- IPr.42.9 (II a.C.)
inscripción sobre piedra IPr.l.c.

Greek Monolingual

το (AM ἐγκόλαμμα)
σκάλισμα, έγγλυμμα
αρχ.
εγχάρακτη επιγραφή.