επιγραφή

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιγραφή) επιγράφω
1. αυτό που είναι γραμμένο πάνω σε κάτι
2. τίτλος συγγράμματος
3. πινακίδα στην οποία γράφεται η ονομασία καταστήματος, ιδρύματος κ.λπ.
νεοελλ.
φρ. «επιγραφή επιστολής» — η αναγραφή του ονόματος και της διεύθυνσης του παραλήπτη
μσν.
υπογραφή
αρχ.
1. ονομασία πλοίου
2. η απόδοση μιας πράξης στον δράστη της («τὴν ἐπιγραφὴν τῶν πραγμάτων λαβεῖν», Πολ.)
3. (στην Αθήνα) η καταγραφή τών ονομάτων τών αντιδίκων στη δίκη
4. παρεμβολή σε έγγραφο
5. στον πληθ. αἱ ἐπιγραφαί
καταγραφή τών περιουσιών για επιβολή φορολογίας
6. φόρος, δασμός
7. φορολογική εκτίμηση
8. επίταξη υποζυγίων.