ἐμπεριπείρω

Revision as of 17:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A impale upon:—Pass., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8 (prob. f.l. for περιπ-).

German (Pape)

[Seite 812] von allen Seiten durchstechen, ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Strab. XVII, 794.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριπείρω: πανταχόθεν ἐμπήγω, διατρυπῶ, παθ., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Στράβων 794· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν γραπτέον περιπαρείς.

Spanish (DGE)

empalar en v. pas. ἀπέθανεν ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8.

Greek Monolingual

ἐμπεριπείρω (Α)
διατρυπώ απ' όλες τις πλευρές.