ἐμμενετός
English (LSJ)
ή, όν, A maintainable, ἀγαθά Stoic.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμενετός: -ή, -όν, εἰς ὃν ἐμμένει τις, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 142.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
permanente τἀγαθά Chrysipp.Stoic.3.22.28
•subst. τὰ ἐ. Chrysipp.Stoic.3.66.29.