ἐμπεδής

Revision as of 17:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,= ἔμπεδος, Trag.Adesp.208. Adv. Ion.    A ἐμπεδέως Scol.25.

German (Pape)

[Seite 811] ές, Hesych., = ἔμπεδος. – Adv. ἐμπεδέως, Scol. bei Ath. XV, 695 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεδής: -ές, = ἔμπεδος, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐπίρρ. ἐμπεδῶς, διηνεκῶς, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 20, Ἰων. ἐμπεδέως σκόλια παρ’ Ἀθην. 695Ε.

Spanish (DGE)

-ές
I fijado al suelo con firmeza, establede Hades Trag.Adesp.208.
II adv. -έως, -ῶς
1 invariablemente τωὐτὸν ἔχουσ' ἐ. ἔθος Carm.Conu.22.
2 sin interrupción ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐμπεδῶς Plb.2.19.1.

Greek Monolingual

ἐμπεδής, -ές (Α)
ο έμπεδος.