sin interrupción
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Spanish > Greek
ἀδιάστατος, διηνεκής, ἐμπεδέως, ἐμπεδῶς, ἀσπερχές, ἀπερίσπαστος, ἀνεπίστατος, διαμπερής, ἀπερικόπως, ἀκοιλάντως