A scourge, Et.Gud.188.8, Suid.
ἐναικίζω: «ἐνῄκισεν, ἔπληξεν, ἐτιμωρήσατο» Σουΐδ.
azotar, dar latigazos, Et.Gud.s.u. ἐνῄκισεν, Sud.s.u. ἐνῄκισεν.
ἐναικίζω (Α)τιμωρώ, μαστιγώνω.