τιμωρώ

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source

Greek Monolingual

τιμωρῶ, -έω, ΝΜΑ τιμωρός
επιβάλλω τιμωρία για αξιόποινη πράξη, κολάζω
νεοελλ.
1. πατάσσω, πλήττω («θα σέ τιμωρήσει ο θεός»)
2. βασανίζω, ταλαιπωρώ («τί σού έκανα και μέ τιμωρείς σκληρά;»)
αρχ.
1. εκδικούμαι («τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός τιμωρεῖς», Διον. Αλ.)
2. βοηθώ, συντρέχω κάποιον
3. παρέχω ιατρική βοήθεια, περιθάλπω
4. ζητώ να πάρω εκδίκηση
5. (το ουδ. μτχ. μέσ. μελλ. ως ουσ.) τo τιμωρησόμενον
η δυνατότητα που έχει κανείς να εκδικηθεί κάποιον («τὸ γὰρ τιμωρησόμενον οὐχ ὑπέσται τῆς πολιτείας καταλυθείσης», Δημοσθ.)
6. φρ. «Ἑαυτὸν τιμωρούμενος» — τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου.