ἐμφυτευτικός

Revision as of 18:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A concerning ἐμφύτευσις or ἐμφυτεύματα, κανών, συγγραφή, ib.7.3.2; δίκαιον PMasp.298.39 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 821] ή, όν, Erbpacht betreffend, Novell.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
jur. enfitéutico, ius ἐ. Vlp.Dig.27.9.3.4, δίκαιον Iust.Nou.120.1, PMasp.299.5 (VI d.C.), cf. TAM 5.860.9 (Tiatira, imper.), συγγραφή Iust.Nou.7.3, συμβόλαιον Iust.Nou.120.11, ὁμολογία PMasp.299.60, PMichael.41.3 (ambos VI d.C.), πάκτον PKlein.Form.316 (VI d.C.), de la renta κανών Iust.Nou.7.3.2, 120.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμφυτευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμφύτευση («εμφυτευτικό δίκαιο»)
νεοελλ.
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για το έργο της εμφυτεύσεως («εμφυτευτική μηχανή»).