ἐξήλατος

Revision as of 18:26, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A beaten out, ἀσπίδα χαλκείην ἐξήλατον Il.12.295.

German (Pape)

[Seite 881] durch Hämmer getrieben, ἀσπίς Il. 12, 295, ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξήλᾰτος: -ον, σφυρηλατηθείς, ἐπὶ μετάλλων, ἀσπίδα ἐξήλατον (ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἀκολουθοῦντος: ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν) Ἰλ. Μ. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étiré sous le marteau.
Étymologie: ἐξελαύνω.

English (Autenrieth)

(ἐλαύνω): beaten out, hammered, Il. 12.295†.

Greek Monolingual

ἐξήλατος, -ον (Α)
σφυρηλατημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ-ήλατος, χρυσ-ήλατος)].

Greek Monotonic

ἐξήλᾰτος: -ον (ἐξελαύνω), σφυρηλατημένος, λέγεται για μέταλλο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξήλᾰτος: кованный, чеканный (ἀσπίς Hom.).

Middle Liddell

ἐξήλᾰτος, ον ἐξελαύνω
beaten out, of metal, Il.