A = ἐξαλέομαι, Opp.H.5.398.
ἐξᾰλεείνω: ἐξαλέομαι, Ὀππ. Ἁλ. 5. 398. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλέεινεν· ἐξέκλινεν».
(ἐξᾰλεείνω)evitar οὐκέτι κείνη (χέλυς) ... δύναται μόρον ἐξαλεείνειν Opp.H.5.398, cf. Hsch.ε 3533.
ἐξαλεείνω (Α) αλεείνωεξαλέομαι.