αλεείνω

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

ἀλεείνω (Α)
(επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)
1. αποφεύγω, ξεφεύγω
2. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλεF-εν- (< θ. τών λ. ἀλέα, ἀλέομαι και πρόσφυμα -εν-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και επένθεση].