υ, A tearful, Hsch. and Suid.s.v. μυδαλέον.
[Seite 934] thränenreich, VLL.
ἐπίδακρυς: υ, δακρύων, Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. μυδαλέον.
ἐπίδακρυς, -υ (AM)δακρυσμένος, κλαμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκρυ].