ἐπίγναφος

Revision as of 18:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A cleaned, of clothes, Poll.7.77; cf. δευτερουργός II.

German (Pape)

[Seite 933] wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγνᾰφος: -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, Πολυδ. Ζ΄, 77· πρβλ. δευτερουργός.

Greek Monolingual

ἐπίγναφος, -ον (Α) επιγνάπτω
καθαρισμένος, καθαρός.