ἐπίστενος

Revision as of 18:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A contracted, Arist.HA514b23 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 984] etwas eng, Arist. H. A. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστενος: -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ.

Greek Monolingual

ἐπίστενος, -ον (Α) στενός
αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστενος: (только в compar. ἐπιστενώτερος) сулившийся, суженный Arst.