Dor. ἐπιμομ-φά, ἡ, A complaint, Pi.O.10(11).9.
[Seite 964] ἡ, = ἐπίμεμψις, Pind. Ol. 11, 9.
ἐπιμομφή: ἡ, (μέμφομαι) ἐπίμεμψις, παράπονον, Πινδ. Ο. 10 (11). 12.
ἐπιμομφή, ἡ (Α) επιμέμφομαιμομφή, επίκριση.
ἐπιμομφή: ἡ порицание, упрек Pind.