έως, ὁ, (ἐπέχω) A brake, prob. for ἐποχλεύς (q.v.).
[Seite 1011] ὁ, Conj. für ἐποχλεύς, w. m. s.
ἐποχεύς: έως, ὁ, (ἐπέχω), ὁ ἐμποδίζων· ἴδε ἐν λ. ἐποχλεύς.