ἑπταβόειος

Revision as of 22:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A of seven bulls'-hides, σάκος Il.7.220,222, etc.; comically, θυμοὶ ἑ. Ar.Ra.1017.

German (Pape)

[Seite 1012] aus sieben (über einander gelegten) Rindshäuten bestehend, σάκος, der siebenhäutige Schild des Ajas Telamonius, Il.; komisch θυμοὶ ἑπταβόειοι Ar. Ran. 1017, fest, unerschütterlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταβόειος: -ον, κεκαλυμμένος δι’ ἑπτὰ πτυχῶν βοείου δέρματος, φέρων σάκος... χάλκεον, ἑπταβόειον Ἰλ. Η. 220˙ σάκος αἴολον, ἑπταβόειον ταύρων ζατρεφέων αὐτόθι 222, κτλ.˙ κωμικῶς, θυμοὶ ἑπτ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1017, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de sept peaux de bœuf.
Étymologie: ἑπτά, βοῦς.

English (Autenrieth)

(βοείη): of seven folds of hide; σάκος, Il. 7.220 ff. (Il.)

Greek Monolingual

ἑπταβόειος, -ον (Α)
1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» — ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἑπταβόειος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά δέρματα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰβόειος:
1) сделанный (сшитый) из семи бычачьих шкур (σάκος Hom., Plut.);
2) шутл. словно обшитый семью шкурами, семишкурный (θυμοί Arph.).

Middle Liddell

ἑπτα-βόειος, ον
of seven bulls'-hides, Il.

English (Woodhouse)

made of seven-fold hide