ἔπεργος
English (LSJ)
ὁ, A assistant, Sammelb.5680.3 (iii B.C.). 2 ἔπεργον, τό, work done in addition to payment of rent, τοῦ μισθώματος καὶ τῶν ἐ. ἁπάντων ἀπότεισμα IG12(7).62.15 (Amorgos). 3 as Adj., useful, PSI6.619.8 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 916] wirksam, förderlich, τινός, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπεργος: ον (ἔργον) δραστήριος, ἀσχολούμενος εἴς τι, εἴς τι Συλλ. Ἐπιγρ. 2930. 13.