ἡμιτρής

Revision as of 23:11, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ,    A half-bored, Choerob.in Theod.1.185.

German (Pape)

[Seite 1170] ῆτος, halb durchbohrt, B. A. 1379.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ τετρημένος, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1379.

Greek Monolingual

ἡμιτρής -ῆτος, ὁ (Μ)
ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τρης (< θ. τρη- του τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ-τρη-μαι), πρβλ. αμφι-τρής].