ἡρμοσμένως
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ἁρμόζω) A fitly, D.S.17.19.
German (Pape)
[Seite 1176] passend, schicklich, D. Sic. 17, 19, öfter in Schol.
Greek (Liddell-Scott)
ἡρμοσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἁρμόζω, ἁρμοδίως, προσφυῶς, Διόδ. 17. 19.
Greek Monolingual
ἡρμοσμένως (Α)
επίρρ. επιτήδεια, αρμόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηρμοσμένος του αρμόζω].
Russian (Dvoretsky)
ἡρμοσμένως: ἁρμόττω надлежащим образом, как следует (τὴν δύναμιν ἐκτάξαι πρὸς τὸν ἀγῶνα Diod.).