αρμόζω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

(AM ἁρμόζω, Α και -ττω)
1. συνδυάζω, συνενώνω
2. είμαι κατάλληλος για κάτι
3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων)
ο κατάλληλος
4. απρόσ. αρμόζει-ταιριάζει, πρέπει
αρχ.
1. συνενώνω, συγκολλώ
2. δένω σφιχτά
3. εφαρμόζω το δίκαιο
4. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ, κυβερνώ
5. (για ενδύματα και όπλα) εφαρμόζω, πάω καλά
6. προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι
7. εφαρμόζομαι, εκπληρούμαι
8. έχω το αξίωμα του αρμοστή, διοικώ ως αρμοστής
9. ενώνω σε γάμο, αρραβωνιάζω ή παντρεύω (και το μέσ., -ομαι
παντρεύομαι)
10. ρυθμίζω σύμφωνα με τους νόμους της αρμονίας
11. χορδίζω όργανα
12. βγάζω αρμονικούς ήχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αττ. αρμόττω, που κατά την πιθανότερη άποψη αποτελεί τον αρχικό τ., μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μτχ. πρκμ. α--ro-mo-te-me- «αραρμοτμένα» και α--mo-to «ανάρμοστοι»). Θα πρέπει να πρόκειται για μετονοματικό παράγωγο, χωρίς όμως να είναι βέβαιη η ακριβής αρχή προελεύσεώς του. Έχει υποστηριχθεί ότι ο τ. αρμόττω σχηματίστηκε από θ. αρμοτ-, που προήλθε από το μυκην. ουσ. α-mo-, πληθ. του α-mo (αρμο / άρμα). Σύμφωνα με άλλη, νεώτερη άποψη, η ανωτέρω υπόθεση δεν είναι αποδεκτή, επειδή προσκρούει στο γεγονός ότι τα μαρτυρούμενα αρχαία ρήματα, παράγωγα ονομάτων σε -μα, έληγαν σε -μαίνω, και ακόμη μεταγενέστερα αυτών σε -μάξω. Αντίθετα, πιθανότερη θα μπορούσε να θεωρηθεί η άποψη σύμφωνα με την οποία το αρμόττω < αρμό-τᾱς < αρμός (πρβλ. ιππότᾱς: ίππος). Όσον αφορά στο αρμόζω, πρόκειται μάλλον για μεταγενέστερο μεταπλασμένο τ. του αρμόττω. Από τα ποικίλα παράγωγα του ρήματος οδηγούμεθα στην αποδοχή δύο παράλληλων θεμάτων: ενός οδοντικόληκτου αρμοδ- ( αρμοδ- > αρμόζω) (πρβλ. άρμοσις, άρμοσμα, αρμοστήρ, αρμοστής, αρμοστός, αρμόστωρ) και ενός λαρυγγικόληκτου αρμογ-(αρμογ- > αρμόζω) (πρβλ. αρμογή).
ΠΑΡ. αρμογή, άρμοσις, αρμοστής, αρμοστός
αρχ.
άρμοσμα, αρμοστήρ, αρμόστωρ.
ΣΥΝΘ. διαρμόζω, εναρμόζω, εξαρμόζω, εφαρμόζω, καθαρμόζω, προσαρμόζω, συναρμόζω
αρχ.
ανθαρμόζω, αφαρμόζω (-ττω), διαρμόττω, εναρμόττω, εφαρμόττω, μεθαρμόζω (-ττω), περιαρμόζω, προαρμόζω, προσαρμόττω, συναρμόττω, υφαρμόζω (-ττω)
αρχ.-μσν.
μεθαρμόζω (-ττω)].