ἡμίφατος

Revision as of 23:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A half (cf. δίφατος), Id.

German (Pape)

[Seite 1171] halb gesagt, = ἥμισυ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφᾰτος: -ον, ἥμισυς· ἐσχηματίσθη ὡς τὸ δίφατος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡμίφατος, -ον (Α)
ειπωμένος κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ-φατος, πολύ-φατος].