ἡμίπνοος

Revision as of 23:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, contr. ἡμίπνους, ουν,    A half-breathing, half-alive, Batr.252, Gal.UP6.3.

German (Pape)

[Seite 1169] zsgzgn ἡμίπνους, halb athmend, d. i. halb todt, Batrach. 254.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπνοος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255.

Greek Monotonic

ἡμίπνοος: -ον (πνέω), μισοπεθαμένος, αυτός που πνέει, ζει με μισή αναπνοή, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίπνοος: стяж. ἡμίπνους 2 полубездыханный, полумертвый Batr.