αναπνοή
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek Monolingual
η (Α ἀναπνοή και ποιητ. ἀμπνοή) ἀναπνέω
1. εισπνοή και εκπνοή αέρα με τους πνεύμονες, η διαδικασία για την ανανέωση του αέρα τών πνευμόνων (στα ζώα η διαδικασία αυτή γίνεται με τα αναπνευστικά όργανα και τους πόρους της επιδερμίδας, στα φυτά με τους πόρους ολόκληρης της εξωτερικής επιφάνειάς τους και με τις ρίζες τους
2. η εισπνοή ή η εκπνοή χωριστά
3. ανακούφιση από δεινά, αναζωογόνηση, ξεκούραση, ανάπαυλα
νεοελλ.
φρ. «βαστώ» ή «κρατώ τήν αναπνοή μου», παύω, σταματώ να αναπνέω (για ιατρική εξέταση ή από φόβο, αγωνία κ.λπ.)
«δεν παίρνω αναπνοή», α) είμαι φλύαρος, μιλώ πολύ και γρήγορα
β) δεν αναπαύομαι καθόλου, δεν σταματώ την απασχόλησή μου, εργάζομαι συνεχώς
«με μια αναπνοή», απνευστί, πολύ γρήγορα
«μού κόβεται η αναπνοή», παύω σχεδόν να αναπνέω από τρόμο, έκπληξη κ.λπ.
«παίρνω αναπνοή», α) εισπνέω, αναπνέω
β) ξεκουράζομαι από κοπιαστική εργασία, σταματώ για λίγο την εργασία μου
«πιάνεται η αναπνοή μου», έχω δύσπνοια
αρχ.
1. ανάκληση θάρρους
2. πνοή αέρα, φύσημα
3. εξάτμιση
4. (για τη μύτη και το στόμα) αναπνευστικό όργανο
5. οπή από όπου διέρχεται αέρας, διέξοδος
6. φρ. «ἀμπνοὰς ἔχω», αναπνέω, βρίσκομαι στη ζωή, ζω
«τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαμβάνω τινός», πνίγω, στραγγαλίζω.