ἤθημα
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is sifted or strained, Dieuch. ap. Orib.4.7.26.
German (Pape)
[Seite 1156] τό, das Durchgeseihte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἤθημα: τό, τὸ διυλισμένον, Ὀρειβάσ. σ. 44 Matthaei.
Greek Monolingual
το (Α ἤθημα) ηθώ
το αποτέλεσμα του ηθώ, αυτό που έχει υποστεί διύλιση, το διυλισμένο υγρό, το στραγγισμένο υγρό.