ἰοσάκχαρ
English (LSJ)
[ῐ], τό, A sugar of violets, Ruf.Fr.80.
Greek Monolingual
ἰοσάκχαρ, τὸ (Α)
σάκχαρο από ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + σάκχαρ, -αρος].
[ῐ], τό, A sugar of violets, Ruf.Fr.80.
ἰοσάκχαρ, τὸ (Α)
σάκχαρο από ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + σάκχαρ, -αρος].