ἰσόπετρος

Revision as of 23:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A gloss on ἀντίπετρος, Sch.S.OC192.

German (Pape)

[Seite 1265] felsengleich, steinhart, Erkl. von ἀντίπετρος, Schol. Soph. O. C. 188.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπετρος: -ον, ὅμοιος πέτρᾳ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 192.

Greek Monolingual

ἰσόπετρος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για τον άγιο Ιωάννη) ίσος, ισάξιος με τον απόστολο Πέτρο
αρχ.
ὅμοιος με πέτρα, βραχώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσόπετρος< ἰσ(ο)- + πέτρα, ενὼ το μσν. ἰσόπετρος < ἰσ(ο)- + Πέτρος].