A consecrate, purify, Hsch. s.v. ἁγνιτης.
[Seite 1240] weihen, reinigen, Hesych.
ἱερίζω: καθαίρω, ἐξαγνίζω, Ἡσύχ. ἐν λ. ἁγνίτης.
ἱερίζω (Α) ιερόςεξαγνίζω.