ὀλιγογονία

Revision as of 00:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A production of few offspring, opp. πολυγονία, Pl.Prt.321b.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, das Wenigerzeugen, geringe Nachkommenschaft, Plat. Prot. 321 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
production ou descendance peu féconde.
Étymologie: ὀλιγόγονος.

Greek Monolingual

ὀλιγογονία, ἡ (Α) ολιγόγονος
(για ζώα) η γέννηση κάθε φορά λίγων μόνον τέκνων («τοῑς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῑς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγογονία: ἡ, γέννηση λίγων νεοσσών σε κάθε γέννα, λέγεται για ζώα, ακαρπία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγογονία: ἡ малая плодовитость Plat.

Middle Liddell

ὀλῐγογονία, ἡ,
production of few at a birth, Plat. [from ὀλῐγόγονος]