ες, A rainy, χωρία Thphr.HP8.7.1, cf. Ptol.Tetr.94, Vett.Val.6.5.
[Seite 330] ες, regnig, Sp.
ὀμβρώδης: -ες, βροχερός, Πτολεμ. Τετράβ. 94.
ὀμβρώδης, -ῶδες (Α) όμβροςβροχερός.