βροχερός

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Spanish (DGE)

-ή, -όν de lluvia ὕδωρ Cat.Cod.Astr.9(2).145.

Greek Monolingual

-ή, -ό βροχή
1. (για τον καιρό) εκείνος που προμηνύει ή φέρνει βροχή
2. (για κλίμα, τόπο, εποχή) αυτός που έχει πολλές βροχές.