ὀπυστύς

Revision as of 00:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ύος, ἡ, (ὀπυίω)    A marriage, GDI4971.7 (Crete).

Greek Monolingual

ὀπυστύς, -ύος, ἡ (Α)
ο γάμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα -τύς (πρβλ. δαι-τύς, μνησ-τύς). Το -σ- του τ. είναι πιθ. αναλογικό προς το -σ- άλλων λ. με την ίδια κατάλ. (πρβλ. γελασ-τύς)].