ὀνοσσάμενος

Revision as of 00:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὀνόσσεσθαι,    A v. ὄνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοσσάμενος: ὀνόσσεσθαι, ἴδε ἐν λέξ. ὄνομαι.

French (Bailly abrégé)

part ao. épq. de ὄνομαι.

English (Autenrieth)

see ὄνομαι.

Greek Monotonic

ὀνοσσάμενος: μτχ. Επικ. αορ. αʹ του ὄνομαι· ὀνόσσεσθαι, Επικ. απαρ. μέλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοσσάμενος: эп. part. aor. к ὄνομαι.