Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὁ, A potter, Gloss.
[Seite 400] irdene Geschirre machend, der Töpfer, Sp.
ὀστρᾰκοποιός: ὁ, κεραμεύς, Γλωσσ.
ὀστρακοποιός, ὁ (Α)κεραμέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + -ποιός].