ον, A = ὁλόκληρος, Suid.
[Seite 327] nach Suid. = ὁλόκληρος, Eust.
ὁλόφῡλος: -ον, = ὁλόκληρος, Σουΐδ.
ὁλόφυλος, -ον (Α)(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ὁλόκληρος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + φῦλον (πρβλ. πολύ-φυλος)].