ὁρκοῦρος

Revision as of 07:50, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A v. ἑρκοῦρος.

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, = ἑρκοῦρος, Mel. 129 (XII, 257); vgl. Jacobs A. P. p. 785.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκοῦρος, Ἀνθολ. Π. 12. 257· ἴδε ὅρκος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ὁρκοῡρος, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του ἑρκοῦρος (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη.

Greek Monotonic

ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκ-οῦρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὁρκοῦρος: ὁ Anth. = ἕρκουρος.

Middle Liddell

ὁρκ-οῦρος, ὁ, = ἑρκοῦρος, Anth.]