ὁρμαθίζω

Revision as of 07:55, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A string together, Hsch. s.v. πινακοπώλης, Suid. s.v. μασχαλίσματα.

German (Pape)

[Seite 380] aufreihen, in eine Reihe zusammenbringen. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμᾰθίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει πινακοπώλης, Σουΐδ. ἐν λέξ. μασχαλίσματα.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁρμαθίζω) ορμαθός
περνώ ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, αρμαθιάζω.