ὁρμαθίζω

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμᾰθίζω Medium diacritics: ὁρμαθίζω Low diacritics: ορμαθίζω Capitals: ΟΡΜΑΘΙΖΩ
Transliteration A: hormathízō Transliteration B: hormathizō Transliteration C: ormathizo Beta Code: o(rmaqi/zw

English (LSJ)

string together, Hsch. s.v. πινακοπώλης, Suid. s.v. μασχαλίσματα.

German (Pape)

[Seite 380] aufreihen, in eine Reihe zusammenbringen. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμᾰθίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει πινακοπώλης, Σουΐδ. ἐν λέξ. μασχαλίσματα.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁρμαθίζω) ορμαθός
περνώ ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, αρμαθιάζω.