ὑγρόφθαλμος

Revision as of 08:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with moist eyes, opp. σκληρόφθαλμος, Arist.PA 648a18, 658a3.

German (Pape)

[Seite 1172] feuchte, schwimmende, schmachtende Augen habend, Ggstz von σκληρόφθαλμος, Arist. partt. an. 2, 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὑγροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ ἰχθύων, ἀντίθετον τῷ σκληρόφθαλμος, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 2, 8., 2. 13. ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ευκίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος].

Russian (Dvoretsky)

ὑγρόφθαλμος: с влажными глазами (ἰχθύες Arst.).