ὑπερπλήρωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A excessive repletion, Id.4.756, Orib.8.32.6, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλήρωσις: -εως, ἡ, ὑπέρμετρος πλήρωσις, ἀπολήψεις δὲ φλεβῶν τὰς ὑπερπληρώσεις εἶπεν Γαλην. τ. 4, σ. 756. 3, Ἀέτιος 1, 6.
εως, ἡ, A excessive repletion, Id.4.756, Orib.8.32.6, al.
ὑπερπλήρωσις: -εως, ἡ, ὑπέρμετρος πλήρωσις, ἀπολήψεις δὲ φλεβῶν τὰς ὑπερπληρώσεις εἶπεν Γαλην. τ. 4, σ. 756. 3, Ἀέτιος 1, 6.