ὑπέρμετρος
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
ὑπέρμετρον,
A beyond all measure, excessive, κτῆσις X.Ep.4; γῆρας Pl.Lg.864d; κολάσεις, ὀργαί, Phld. Ir.pp.52,61 W.; of a tumour, Leonid. ap. Aët.15.5. Adv., μηδ' ὑπερμέτρως ἄλγει E.Fr.418.
II going beyond the metre, Luc.JTr.6, Heph.6.2.
German (Pape)
[Seite 1198] übermäßig, Plat. Legg. IX, 864 d; Gegensatz ἐνδεής, vom Versmaaß, Luc. lup. tr. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui passe la mesure, démesuré, excessif;
2 qui dépasse la mesure d'un vers.
Étymologie: ὑπέρ, μέτρον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρμετρος: чрезмерный (γῆρας Plat.): τὰ ὑπέρμετρα Luc. стихи с излишним количеством слогов.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρμετρος: -ον, ὁ ὑπὲρ πᾶν μέτρον, ὑπερβολικός, κτῆσις Ξεν. παρὰ Στοβ. 71. 38· γήρας Πλάτ. Νόμ. 864D. ― Ἐπίρρ., μηδ’ ὑπερμέτρως ἄλγει Εὐρ. Ἀποσπ. 422. ΙΙ. ὁ παραβαίνων τοὺς μετρικοὺς κανόνας, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 6, Ἡφαιστίων 35.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρμετρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υπερβαίνει το μέτρο, ο υπερβολικός
2. (μετρ.) αυτός που παραβαίνει τους μετρικούς κανόνες ή αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών μετρικών κανόνων.
επίρρ...
υπερμέτρως / ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν
υπερβολικά, πέρα από το μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. περί-μετρος, σύμ-μετρος].
Greek Monotonic
ὑπέρμετρος: -ον, πέρα από κάθε μέτρο, υπερβολικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπέρ-μετρος, ον,
beyond all measure, excessive, Plat.