ὑποδηματάριος

Revision as of 08:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A sandalmaker, shoemaker, IG9(2).16.16 (Hypata, ii A. D.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδηματάριος: ὁ, ὑποδηματορράφος, ὑποδηματοποιός, «ὑποδηματᾶς», Κουρτ. Ἀττικ. Ἐπιγρ. 193.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής υποδημάτων, υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius, πρβλ. πλακουντ-άριος].