ὑπομνηματοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A keeper of archives, Cod.Just.12.37 (38).19 Intr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομνηματοφύλαξ: ὁ, ὁ τὰ μνήματα φυλάσσων (actuarius) Cod. Justin. XII, 38, 19.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Μ
φύλακας τών αρχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόμνημα, -ατος + φύλαξ (πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].