ὑπόμνημα

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόμνημα Medium diacritics: ὑπόμνημα Low diacritics: υπόμνημα Capitals: ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Transliteration A: hypómnēma Transliteration B: hypomnēma Transliteration C: ypomnima Beta Code: u(po/mnhma

English (LSJ)

ὑπομνήματος, τό,
A reminder, memorial, ἔχειν ὑπομνήματά τινος Th.2.44; ἵν' ὑ. τοῖς ἐπιγιγνομένοις ᾖ τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας Isoc. 4.156, cf. 73; τῆς ἀρετῆς ὑπόμνημα μᾶλλον ἢ τοῦ σώματος καταλιπεῖν Id.2.36, cf. D.23.210; τοιούτοις χρώμενος ὑπομνήμασιν = such means of remembrance, Pl.Phdr.249c; freq. in Inscrr., e.g. ὅπως ὑπόμνημα τῆς ἡμέρας ταύτης ᾖ, . . στεφανηφορεῖν Ἐρετριεῖς πάντας IG12(9).192.5 (Eretria, iv B. C.); ἀνθέμεν ὗν ἀργύρεον ὑπόμνᾱμα τᾶς ἀμαθίας ib.42 (1).121.39 (Epid., iv B. C.).
2 tomb, Ath.Mitt.29.294, al. (Mysia).
II reminder, mention, in a speech, Th.4.126; in a letter, X.An.1.6.3; esp. written reminder, memorandum, ὑπόμνημα Ζήνωνι παρὰ Διονυσίου, τῷ φέροντί σοι τὸ ὑπόμνημα, PCair.Zen.307.1,19 (iii B. C.), cf. 301.1, al. (iii B. C.).
2 note or memorandum entered by a tradesman in his day-book, ὑπόμνημα ἀπεγράψατο = he had a note made of it, D.49.30, cf. 28.6; of bankers, εἰώθασιν ὑπομνήματα γράφεσθαι ὧν διδόασι χρημάτων . . Id.49.5.
3 mostly in plural, memoranda, notes, Hp.Art.34 (but prob. a gloss), Pl.Phdr.276d; ὑπομνήματα γράφειν, γράψασθαι, Id.Plt.295c, Tht.143a.
4 minutes of the proceedings of a public body, public records, τὰ κατ' ἄρχοντας ὑπομνήματα Plu.2.867a, cf. D.S. 1.4, Luc.Dem.Enc.26, etc.; τὰ τῆς βουλῆς ὑπομνήματα = the acts of the Senate, D.C.78.22; ἐπὶ τῶν ὑ. τῆς συγκλήτου, = Lat. a commentariis, IG4.588 (Argos, ii A. D.), 5(1).533 (Sparta, ii A. D.); ἐπὶ τῶν ὑ. καταστῆσαί τινα J.AJ7.5.4, cf. LXX 2 Ki.8.16 (quoted by J.l. c.); records of a magistrate, POxy.1252r.26 (iii A. D.), etc.; including his decisions, Mitteis Chr.372 iv 20 (ii A. D.), POxy.911.8 (iii A. D.), etc.
5 dissertations or treatises written by philosophers, rhetoricians, and artists, Archyt. ap. D.L.8.80 sq., Sotad.Com.1.35, Demetr.Lac.Herc.1014.67, Longin.44.12, D.L.4.4; of historical or geographical works, Plb.1.1.1, 1.35.6, 3.32.4, Ptol.Geog.1.6.2, etc.; of medical works, Gal.6.460,691, al. (the same work is called ὑπόμνημα and σύγγραμμα in 15.1).
b division, section, 'book' of such a treatise, Phld.Mus.p.92 K., Po.5.26, PMed. in Arch.Pap.4.270.
c explanatory notes, commentaries, Sch.Ar.Av.1242, etc.; of the Homeric commentaries of Aristarch., Sch.Il.2.420, al.; εἰ γὰρ τὰ συγγράμματα (Aristarchus' independent treatises on Homeric questions) τῶν ὑπομνημάτων προτάττοιμεν . . Did. ap. Sch.Il.2.111; so Gal. distinguishes ὑπομνήματα (clinical notes) from συγγράμματα of Hippocrates, 16.532,543; and the συγγράμματα of Hp. from his own commentaries (ὑπομνήματα) on them, ib.811; commentary, οὕτω Θέων ἐν ὑ. τῷ εἰς Θεόκριτον Et.Gud.d. s.v. γρῖπος.
III draft or copy of a letter, Pl.Ep.363e.
IV memorial, petition, addressed to a magistrate, whereas the ἔντευξις 4 is in form addressed to the king, IG12(3).327.4 (Egypt, iii B. C.), BGU1007.1 (iii B. C.), PTeb. 30.10, al. (ii B. C.), UPZ23.2, 28.3 (ii B. C.), etc.
2 notification, e.g. of birth, PFay.28.12 (ii A. D.); of removal, POxy.251.29 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1226] τό, Erinnerung; ἐνῆν ἐν τῇ ἐπιστολῇ καὶ τῆς πρόσθεν φιλίας ὑπομνήματα Xen. An. 1, 6,3; ἔχειν ὑπ. τινός Thuc. 2, 44; ἀπαρχὰς πέμπειν ὑπόμνημα, als Erinnerung, Isocr. 4, 31; ὑπ. ἀρετῆς εἰκόνες 2, 36; Plat. Phaedr. 249 c u. A., Denkmal. – Bes. Denkschrift, Gedenkbuch, in welches man für sich und Andere einschreibt, was man behalten will, Plat. Phaedr. 276 d, Dem. 21, 130 u. sonst oft, wie Pol., der bes. sein Geschichtswerk so nennt; das Buch des Wechslers mit den Namen der Leihenden u. Borgenden, οἱ γὰρ τραπεζῖται εἰώθασιν ὑπομνήματα γράφεσθαι ὧν τε διδόασι χρημάτων καί – Dem. 49, 5, vgl. 30; Inventarium, ὑπομνήματα, 28, 6. – Später Erklärungsschrift, Commentar, Sp. – Auch Entwurf, Concept oder Abschrift eines Briefes, Plat. Epist. XIII, 363 e u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 mention, souvenir;
2 monument, personne ou chose qui rappelle un souvenir;
3 τὰ ὑπομνήματα registres publics, mémoires d'historien, d'homme d'État, etc.
Étymologie: ὑπομιμνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόμνημα: ατος τό
1 воспоминание, память: ὑ. τινος Thuc., Isocr., Dem. память о чем-л., памятник чего-л.;
2 напоминание (βραχεῖ ὑπομνήματι πείθειν Thuc.): τῆς πρόσθεν φιλίας ὑπομνήματα Xen. напоминания о прежней дружбе;
3 памятная запись, деловая заметка, письменный перечень Dem.;
4 набросок, черновик, тж. копия (τῆς ἐπιστολῆς Plat.);
5 pl. записки, летопись Plat., Polyb.: ὑπομνήματα ἱερατικά Plut. священные книги;
6 грам. письменный разбор, комментарий.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόμνημα: τὸ, ἀνάμνησις, Λατ. monumentum, ἔχειν ὑπ. τινος Θουκ. 2. 44· ἵν’ ὑπ. τοῖς ἐπιγιγνομένοις ᾖ τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας Ἰσοκρ. 73C, πρβλ. 55D· τῇς ἀρετῆς ὑπ. μᾶλλον ἢ τοῦ στόματος καταλιπεῖν ὁ αὐτ. 22Δ, πρβλ. Δημ. 690. 20· ὁ τοιούτοις χρώμενος ὑπομνήμασιν, τοιούταις ἀναμνήσεσι, Πλάτ. Φαῖδρ. 249C· συχν. ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Πίνακας τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. σ. 165. ΙΙ. ὑπόμνησις, μέσον ὑπομνήσεως, Θουκ. 4. 126, Ξεν. 1. 6, 3. 2) σημείωσις ἣν ὁ ἔμπορος καταχωρίζει εἰς τὸ βιβλίον του, ὑπόμνημα ὑπεγράψατο, ἔγραψε σημείωσιν, Δημ. 1193. 2, πρβλ. 837 17· οὕτως ἐπὶ τραπεζιτῶν, ὑπομνήματα γράφεσθαι εἰώθασι ὧν διδόασι χρημάτων... ὁ αὐτ. 1186. 7. 3) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Λατ. commentarii Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800, Πλάτ. Φαῖδρ. 276D ὑπ. γράφειν, γράφεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 295C, Θεαιτ. 143Α· ὡσαύτως ὡς τὸ ἀπομνημονεύματα, Πολύβ. 1. 1, 1., 6. 32. 4, κλπ. 4) σημειώσεις περὶ τῶν πράξεων δημοσίου τινός σωματείου, «πρακτικά», τὰ κατ’ ἄρχοντας ὑπ. Πλούτ. 2, 867Α, πρβλ. Διόδ. 1. 4, Λουκ. κλπ.· τὰ τῆς βουλῆς ὑπ. τὰ πρακτικὰ τῆς βουλῆς, Δίων Κάσσ. 78. 22· ἐπί τῶν ὑπ. τῆς συγκλήτου Συλλ. Ἐπιγρ. 1133, 1327· ἐπὶ τῶν ὑπ. καταστῆσαί τινα Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 5, 4. 5) σημειώσεις τῶν φιλοσόφων, ῥητοροδιδασκάλων καὶ ζωγράφων, Ἀρχύτ. παρὰ Διογέν. Λαέρτ. 8. 80 κἑξ., πρβλ. 4. 4· τοῦτ’ ἔθ’ ἡ τέχνη, οὐκ ἐξ ἀπογραφῆς, οὐδέ δι’ ὑπομνημάτων Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 35, Λογγῖν. 44. 12· - ἐπὶ γεωγραφικοῦ συγγράμματος, Πτολεμ. 1. 6, 2, κλπ.· - μεταγεν., ἑρμηνευτικαὶ σημειώσεις, σχόλια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1242, κλπ.· ἴδε Köpke De Hypomn. Gr., Berlin 1842. ΙΙΙ. ἀντίγραφον ἐπιστολῆς, Πλάτ. Ἐπ. 363Ε.

Greek Monolingual

το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ ὑπομιμνήσκω
1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι
2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον
3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση καταστάσεων ή γεγονότων για την αντιμετώπιση ή και επίλυση τους·4. συν. στον πληθ. τα υπομνήματα
ερμηνευτικές διασαφητικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχόλια («υπομνήματα στον Αριστοτέλη»)
νεοελλ.
1. (νομ.) υλικό αντικείμενο το οποίο υποστασιοποιεί, ενσωματώνει και φέρει σταθερά κατά τον προσφορότερο τεχνικώς τρόπο, εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος κατάλληλες δικονομικώς να αποδείξουν ή να στηρίξουν ορισμένο ισχυρισμό
2. διεθν. δίκ. έγγραφα χρησιμοποιούμενα στις επίσημες διακρατικές σχέσεις τα οποία εμπεριέχουν τα επιχειρήματα, τις απόψεις, τις προτάσεις ή και τις διεκδικήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους ή ενός διεθνούς οργανισμού («η Ελλάδα κατέθεσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας τα σχετικά υπομνήματα)
3. υποσημείωση με ερμηνευτικά ή επεξηγηματικά στοιχεία («υπόμνημα χάρτη»)
αρχ.
ανάμνηση, θύμηση, ενθύμιο («τῆς ἀρετῆς ὑπόμνημα καταλιπεῖν», Δημοσθ.)
2. προσχέδιο ή αντίγραφο επιστολής
3. αναφορά, μνεία που γίνεται σε επιστολή ή κατά τη διάρκεια ομιλίας
4. έγγραφη σημείωση εμπόρου ή τραπεζίτη η οποία καταχωρίζεται στα σχετικά βιβλία
5. μνήμα
6. επίσημη δήλωση γέννησης ή μετοίκησης
7. στον πληθ. α) πρακτικά, πεπραγμένα ενός σωματείου ή μιας αρχής («τὰ τῆς Βουλῆς ὑπομνήματα διὰ χειρὸς ἔχων», Δίων Κάσσ.)
β) σημειώσεις ή πραγματείες ρητόρων, φιλοσόφων, ιστορικών, γεωγράφων ή καλλιτεχνών και τα κεφάλαια που συγκροτούν τις πραγματείες αυτές
γ) έγγραφες εξιστορήσεις γεγονότων που προορίζονται για τις μεταγενέστερες γενεές, απομνημονεύματα
8. φρ. «ὁ ἐπὶ τῶν ὑπομνημάτων» — πρακτικογράφος (Ιώσ.).

Greek Monotonic

ὑπόμνημα: -ατος, τό,
1. ενθύμηση, μνήμη, θύμιση, ανάμνηση, υπόμνημα, χρονικό, μέσο ενθύμησης, σε Θουκ., κλπ.
2. σημείωση, υπόμνηση, σημείωμα, σε Δημ.· σε πληθ., απομνημονεύματα, σημειώσεις, σημειώματα, πρακτικά, Λατ. commentarii, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὑπό-μνημα, ατος, τό,
1. a remembrance, memorial, Thuc., etc.
2. a note, memorandum, Dem.:—in pl. memoranda, notes, minutes, Lat. commentarii, Plat.

English (Woodhouse)

memorandum, memorial, note

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

recordatio, recollection, remembering, 2.44.2, 4.126.1.

Translations

reminder

Belarusian: напамі́н, напамі́нак, нагадванне, нагадваньне, напамінанне, напамінаньне; Bulgarian: напомняне; Catalan: recordatori, record; Chinese Mandarin: 提醒物, 提醒; Czech: připomínač, připomínka, upomínka, urgence; Danish: påmindelse; Dutch: geheugensteuntje; Finnish: muistutus; French: rappel; German: Gedächtnisstütze; Ancient Greek: ὑπόμνημα; Hungarian: emlékeztető; Italian: promemoria; Japanese: 備忘, 念押し, リマインダー; Latin: admonitio, monitus; Macedonian: потсетник; Norwegian Bokmål: påminnelse, påminning; Nynorsk: påminning; Old English: myndgung; Polish: przypomnienie; Portuguese: lembrete; Russian: напоминание; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀дсетнӣк, по̀дсјетнӣк; Roman: pòdsetnīk, pòdsjetnīk; Spanish: aviso, recordatorio; Swedish: påminnelse, erinran; Tagalog: antig; Turkish: andaç, andiç, hatırlatma; Ukrainian: нагадування, нагад, пригадування; Welsh: atgoffâd

memorandum

Bulgarian: бележка, записка; Chinese Mandarin: 備忘錄, 备忘录; Finnish: muistio; French: mémorandum; German: Memorandum; Greek: μνημόνιο, υπόμνημα; Ancient Greek: ὑπόμνημα; Hindi: याददाश्त; Japanese: メモ, 備忘録, 忘備録; Korean: 비망록(備忘錄), 메모; Portuguese: lembrete; Russian: заметка, записка, меморандум; Scottish Gaelic: cuimhneachan; Sindhi: ياداشاتنامو‎; Spanish: memorándum; Tagalog: paandam, sulat-paalaala; Welsh: cofnod

remembrance

Arabic: ذِكْرَى‎; Bulgarian: възпоминание; Catalan: recordatori, memòria; Dutch: herinneren; Finnish: muisto, muistaminen; Ancient Greek: μνάμα, μνᾶμα, μναμεῖον, μναμοσύνα, μναμόσυνον, μνᾶστις, μνεία, μνῆμα, μνημεῖον, μνήμη, μνημήϊον, μνημόνευμα, μνημόνευσις, μνημοσύνη, μνημόσυνον, μνῆστις, ὑπομνεία, ὑπόμνημα; Japanese: 思い出, 回想; Latin: memoria, recordatio, recordatus; Maltese: tifkira; Quechua: yarpay; Romanian: reamintire; Russian: припоминание, память; Scottish Gaelic: cuimhneachadh; Spanish: recuerdo, memoria