ὑποφθορεύς

Revision as of 09:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

έως, ὁ,    A corrupter, seducer, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθορεύς: έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, ὕπουλος διαφθορεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που διαφθείρει ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. δια-φθορεύς.