έως, ὁ, A corrupter, seducer, Gloss.
ὑποφθορεύς: έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, ὕπουλος διαφθορεύς, Γλωσσ.
-έως, ὁ, Ααυτός που διαφθείρει ύπουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. δια-φθορεύς.